- ἐρυμνῶδις
- ἐρυμνῶδις (sic)· λύπην καὶ φλεγμονὴν παρέχων, ἢ ὑπερήφανον, Hsch. (cf. Lat.A aerumnosus). [full] Ἐρυμός· Ζεύς, καὶ ζυγός, καὶ ζεύγλη, Id. (cf. ῥυμός). [full] ἐρύμυλον· τὸν μεγάλως μυκώμενον ταῦρον (leg. ἐρύγμηλον), Id. [full] ἐρυνόν· σκοτεινόν, ἠσφαλισμένον, Id. (confusion of ἐρεμνόν and ἐρυμνόν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.